- υψωτής
- ο тот, кто взвинчивает цены на бирже
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υψωτής — ο / ὑψωτής, ΝΑ [ὑψῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που υψώνει κάτι 2. αυτός που προκαλεί ύψωση τών τιμών, ανατιμητής αρχ. αυτός που εξυμνεί, που εκθειάζει κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
ὑψωταί — ὑψωτής one who exalts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψωτικός — ή, ό / ὑψωτικός, ή, όν, ΝΑ [υψωτής] νεοελλ. αυτός που συντελεί στην ύψωση («η αύξηση τής τιμής τού δολαρίου προκάλεσε υψωτικές τάσεις στην αγορά») αρχ. αυτός που περιέχει την εξύμνηση ενός πλανήτη («ζῴδιον ὑψωτικόν», Βέττ. Βάλ.) … Dictionary of Greek